- υπέξειμι
- Α1. αποσύρομαι, οπισθοχωρώ σταδιακά2. (για φωτιά ή χιόνι) χάνομαι σιγά σιγά3. εξέρχομαι εναντίον κάποιου ή για να συναντήσω κάποιον4. (γενικά) βγαίνω, εξέρχομαι5. υφίσταμαι κένωση τής κοιλιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἔξειμι (Ι) «εξέρχομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.